Πριν δύο χρόνια είχαμε την ευκαρία – λάθος, την ευλογία – να γνωρίσουμε προσωπικά, στο γραφείο του στο ΝΜΤΣ έναν Ιατρό, του οποίου η Πίστη, η Θεοτοκοφιλία και η Αγάπη του στους Χαιρετισμόύς μας εξέπληξαν και μας ενέπνευσαν.
Συμμετείχε κι αυτός, αθόρυβα κι ανώνυμα, στην Δράση της διάδοσης των Χαιρετισμών, με το ιεραποστολικό υλικό που του διαθέσαμε.
Με μεγάλη μας όμως χαρά διαπιστώσαμε και το ΟΛΟΛΟΓΙΑΚΟ του φρόνημα μέσα από το κείμενο, που έχουμε την τιμή να δημοσιεύουμε στο Ιστολόγιο μας και στον Πρόμαχο μας, και το οποίο μας βρίσκει ΑΠΟΛΥΤΑ σύμφωνους μαζί του.
Είναι παρήγορο ότι σε μία περίοδο που δοκιμάζεται η Πίστη μας και φευ προδίδεται ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ ( με εξαίρεση τον ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ Μητροπολίτη Κυθήρων ) να υπάρχουν διακεκριμένοι Επιστήμονες που να αθρώνουν τέτοιο λόγο.
Μόνοι, μονώτατοι Χριστιανοί
«Ζηλών εζήλωκα τω Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλιπόν σε οι υιοί Ισραήλ· τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου λαβείν αυτήν» (Βασιλειών Γ’, ιθ’ 10). Αυτή η απαισιόδοξη φράζει ταλανίζει εδώ και κάποιες ώρες το μυαλό κάθε πιστού, που νιώθει για πρώτη φορά στην Εκκλησιαστική ιστορία τόσο μόνος. Πιο μόνος κι από τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς, και από τα χρόνια των αρχαίων διωγμών. Η μελαγχολία μιας πνευματικής μοναξιάς, πρωτόγνωρης για τα δεδομένα της ορθόδοξης Ελλάδας, μας βρίσκει παντελώς απροετοίμαστους. Δεν μετέχουμε από κοινού στο Εκκλησιαστικό σώμα, αλλά πλέον θα επιτελούμε «τα θρησκευτικά μας καθήκοντα» εν οίκω, κατά μόνας, ως εξ’ αποστάσεως αδελφοί, αποκομμένοι από την «αληθινή άμπελο». Η ιδιαιτερότητα της δυσκολίας είναι ότι γίνεται με την παρότρυνση και τις ευλογίες της επίσημης εγχώριας Εκκλησίας μας, που μας προτρέπει στην ενεργοποίηση μίας παπο-προτεσταντικού τύπου, πλήρους πάντως «αγαπητικής οικονομίας» και ουμανιστικών αισθημάτων «συλλογικής ευθύνης» (sic). Σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ Αυτός που είπε: “καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μένῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μένητε. ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ” (Ιω ιε΄4-6). Δεν μας μένει πλέον να κλάψουμε κλεισμένοι στα ατομικά, ιδιόρρυθμα κελιά μας σαν τον Προφητάνακτα «Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω. Ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος» (Ψαλμ.101) και να προσευχηθούμε σαν τον Αζαρία: “ότι, δέσποτα, εσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη και εσμεν ταπεινοί εν πάση τη γη σήμερον δια τας αμαρτίας ημών, και ουκ έστιν εν τω καιρώ τούτω άρχων και προφήτης και ηγούμενος, ουδέ ολοκαύτωσις ουδέ θυσία ουδέ προσφορά ουδέ θυμίαμα, ου τόπος του καρπώσαι ενώπιόν σου και ευρείν έλεος· αλλ’ εν ψυχή συντετριμμένη και πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν ως εν ολοκαυτώμασι κριών και ταύρων και ως εν μυριάσιν αρνών πιόνων, ούτως γενέσθω η θυσία ημών ενώπιόν σου σήμερον και εκτελέσαι όπισθέν σου, ότι ουκ έσται αισχύνη τοις πεποιθόσιν επί σε…” (Δανιήλ γ’ 13-15)
Δεν πρόκειται για έναν απροκάλυπτο διωγμό της πίστης, αλλά μάλλον για έναν υβριδικό πόλεμο που φοβάμαι πως έπιασε στον ύπνο την Ιεραρχία μας. Κι όμως τα σημάδια της απειλής προϋπήρχαν αλλά δεν εκτιμήθηκαν όπως έπρεπε εν τη γενέσει τους, όπως γίνεται βέβαια πάντα στους πολέμους που πρόκειται να χαθούν. Επί μία εβδομάδα τα συστημικά Μ.Μ.Ε. υπέθαλπαν έντονα αρνητικό κλίμα έναντι όλων των δημοσίων συναθροίσεων και πρώτιστα κατά της Θείας Κοινωνίας. Η αρχική, και όπως αποδείχτηκε σύντομα, μοιραία σιωπή των θεσμικών εκκλησιαστικών παραγόντων δεν ήταν εν προκειμένω φρόνηση, αλλά απώλεια πολύτιμου χρόνου, ώστε έτσι να διαμορφωθεί έντεχνα και να γιγαντωθεί μια έντονα αντιεκκλησιολογική φοβική γνώμη στο ευρύ κοινό, που εξαπλώθηκε ταχύτερα και από τον νέο ιό, αυτόν εδώ της Αποκάλυψης, με τα πολλά διαδήματα (κορώνες) στο κεφάλι του. Οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ταγοί προέβαιναν απλά σε συστάσεις αμιγώς υγειονομικού ενδιαφέροντος επανακυκλοφορώντας φοβικά μηνύματα αρμοδιότητας άλλων φορέων περί αυτοπεριορισμού και προληπτικής υγιεινής, σε μια απέλπιδα, πλην απελπιστικά εμφανή στην κρατική εξουσία, προσπάθεια να εξευμενιστεί η κοινή γνώμη απέναντι σε οποιαδήποτε (πέραν πάσης επιστημονικής λογικής) εξαίρεση της Εκκλησίας από την επιβολή των περιοριστικών μέτρων διάδοσης του ιού. Πλείστοι Ιεράρχες έπεσαν στην παγίδα να δηλώσουν πρόθυμοι να τροποποιήσουν ή να περικόψουν δραματικά Εκκλησιαστικές Ακολουθίες με τρόπο που δεν έχει προηγούμενο στην Εκκλησιαστική Ιστορία, με την αφελή ιδέα ότι έστω έτσι θα διασφάλιζαν την έσχατη γραμμή άμυνας, τη συνέχιση της Θείας Ευχαριστίας. Δεν έπαυαν βέβαια να δηλώνουν πλήρη υποταγή στις επιταγές της Επιστήμης, να υπογραμμίζουν ευπειθώς τον αμέριστο σεβασμό τους στα αρμόδια κρατικά όργανα λήψης αποφάσεων, μην αμελώντας να εκφράζουν συγχρόνως την ευγνωμοσύνη τους απέναντι στην «διακριτικότητα με την οποία η Πολιτεία εκφράζει τον σεβασμό της προς το θρησκευτικό αίσθημα των πιστών της Εκκλησίας μας» και καταληκτικά να δηλώνουν απόλυτη ετοιμότητα εναρμόνισης σε οποιαδήποτε επιπρόσθετα
2
έκτακτα μέτρα απαιτηθούν από τις αρμόδιες αρχές (φτωχοί αφελείς λευίτες!). Όλα αυτά στα πλαίσια «της κενωτικής και αγαπητικής διαθέσεως της Εκκλησίας μας και της βουλήσεώς Της να αγκαλιάσει το σύνολο των ανθρώπων που κατοικούν στην Πατρίδα μας» (οι οποίοι όμως στη συντριπτική τους πλειοψηφία βάση δημοσκοπήσεων, επιθυμούν το απόλυτο κλείσιμο των Ιερών Ναών κατά το χρονικό διάστημα της πανδημίας). Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, βάση της (κοινής) επιστημονικής λογικής, μέσα σε ελάχιστες μέρες όλη η Ελλάδα «αντιλήφθηκε» για πρώτη φορά και επισήμως ότι:
-Ο Ιερός Ναός δεν είναι πλέον Οίκος του Θεού, αλλά ιδιόρρυθμης αρχιτεκτονικής ντουβάρια.
-Το Εκκλησίασμα δεν είναι πλέον «κλήματα της αμπέλου, ης το σώμα ο Χριστός», αλλά φανατισμένοι υπερήλικες, υποψήφιες υγειονομικές βόμβες διασποράς βιολογικού ολέθρου.
-Το Αντίδωρο δεν είναι πλέον αγιασμένο, ούτε πολύ περισσότερο το ιερατικό χέρι που το προσφέρει, αλλά φορείς της θανατηφόρας ασθένειας –αμφότερα τα αποστρεφόμαστε λοιπόν μετά βδελυγμίας.
– Και αυτός ακόμη ο αέρας που αναπνέουμε πλέον, ειδικά εντός του Ναού δεν είναι αγιαστικός, αλλά μολυσμένος με θανατηφόρα μικροσταγονίδια (κάτι που βέβαια δεν ισχύει στα σουπερμάρκετ).
-Το Ποτήριον της Θείας Μεταλήψεως δεν είναι πλέον παρά ένα μεγάλο κρασοπότηρο με μουσκεμένα ψωμάκια. Οπότε η ποσόστωση του ποτού σε οινόπνευμα θα καθορίζει και τον βαθμό των αντισηπτικών του ιδιοτήτων. Αυτό μισο-ειρωνικά, μισο-βλάσφημα θα αποτελούσε και την έσχατη αμυντική γραμμή των συκοφαντών της Εκκλησίας σε περίπτωση που (-φευ- απεφεύχθη) δεν θα καθίστατο δυνατό να τεκμηριωθεί κάποιο κρούσμα μετάδοσης της ασθένειας από την Θεία Μετάληψη.
-Η Αγία Λαβίδα δεν είναι πλέον, εις τύπον της Θεοτόκου, «η μυστική λαβίς η συλλαβούσα τον άνθρακαν Χριστόν», αλλά απλά ένα πολυχρησιμοποιημένο μεταλλικό κουταλάκι (αλίμονο και αν διαρρεύσει η αληθινή είδηση ότι τα δύο παραπάνω Ιερά Σκεύη δεν πλένονται ποτέ).
-Είναι ψεύτης Αυτός που είπε για τους πιστούς Του, ότι «καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει» (Μρ ιστ-18), ότι «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ιω. στ, 53-54). Έτσι δεν χρειάζεται πλέον να λέμε «του πυρός μεταλαμβάνω, χόρτος ών και ξένον θαύμα …. ὁ πῦρ ὑπάρχων καὶ φλέγων ἀναξίους, μὴ δὴ καταφλέξῃς με, μὴ Πλαστουργέ μου …. Ἰδού, βαδίζω πρὸς θείαν κοινωνίαν· Πλαστουργέ, μὴ φλέξῃς με τῇ μετουσίᾳ· πῦρ γὰρ ὑπάρχεις τοὺς ἀναξίους φλέγον». Τελικά αυτό το νοητό πυρ δεν έχει ουδεμία αντισηπτική ισχύ, τουλάχιστον εναντίον της τρέχουσας απτής βιολογικής απειλής.
Όλα αυτά θα είναι στο εξής άτοπα, αφού η Θεία Κοινωνία δεν θα αντιμετωπίζεται πλέον (και για πρώτη φορά σε θεσμικό επίπεδο στην Ελλάδα) ως «Σώμα και Αίμα Χριστού», αλλά ως απλό κρασάκι μη δυνάμενο να προστατεύσει τους μεταλαμβάνοντες από μεταδοτικές νόσους. Η θέση αυτή είναι εμφανώς αντιεπιστημονική, εφόσον ουδέποτε ετέθη η δυνατότητα πειραματικής επιβεβαίωσης ή κατάρριψης της υπόθεσης περί του υγειονομικού κινδύνου που εγκυμονεί η Θεία Μετάληψη, παρά τα αμέτρητα καταγεγραμμένα περιστατικά που πιστοποιούν το αντίθετο. Οπότε η απόλυτα ορθολογική απόφαση της κρατικής εξουσίας που απαιτεί ex-officio «καθαρές» και όχι θολές θέσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας αναστέλλει, όπως αναμενόταν (όχι μέχρι τέλος Μαρτίου, αλλά επ’ αόριστον, ας μην είμαστε αφελείς) κάθε ενδεχόμενο μελλοντικής μετάδοσης της Θεία Κοινωνίας.
Η ευθύνη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είναι δυστυχώς τεράστια, και οφείλουμε να το καταθέσουμε με γνήσιο υιικό πόνο, εν πλήρη επιγνώσει ότι για τον γράφοντα ισχύει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο το «εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς;» (Ιω θ’ 34), αλλά ικετεύω τους Αγίους Πατέρες, ως αληθείς ποιμένες «να μην εκβάλουν
3
εμέ έξω» και να ακροαστούν τους στεναγμούς της οδύνης του χριστεπώνυμου πληρώματος. Αντί λοιπόν να κληθούν εξ’ αρχής οι (όποιοι) πιστοί σε πνευματικό συναγερμό, σε μαζική και πυκνή συνάθροιση εντός των Ιερών Ναών, όπως συνέβη σε πλείστες ανάλογες (και υγειονομικές) κρίσεις του παρελθόντος, φοβήθηκε η σεπτή Ιεραρχία μας, όχι τις συνέπειες μιας εξαρχής ευθείας σύγκρουσης με την κρατική εξουσία (έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο βαρύτερες θα ήταν οι συνέπειες από αυτές που υπέστη με την αυτοπαράδοσή της), αλλά την απουσία της εμπειρίας του θαύματος από την συλλογική ζωή όλων ημών των χλιαρών Νεοελλήνων. Ποιος ιεράρχης θα τολμούσε λ.χ. να πει δημοσίως να κοινωνήσουμε όλοι εμείς οι πιστοί άφοβα αμέσως μετά από κάποιον που νοσεί από τον covid-19; Κι αυτό δεν είναι καν το δυσκολότερο, αν έχουν μείνει μέσα μας έστω κάποια ψήγματα πίστης ώστε να αποδεχτούμε το υπερ-φύσιν Μυστήριο που κατακλείεται στο Άγιο Δισκοπότηρο. Σαφώς πιο δύσκολο είναι να επωμιστεί κάποιος τον προφητικό λόγο που οφείλει να έχει διαχρονικά η Εκκλησία, για να πει ότι δεν θα πεθάνει κανένας από όσους θα φιλήσουν περιπαθώς και μετ’ ευλαβείας το λείο γυαλί που καλύπτει την (όποια) Άγια Εικόνα εντός του Ναού, ούτε το χέρι του ιερέα, ούτε ακόμη αν βήξει ο διπλανός του, έστω κι αν είναι μολυσμένος. Διότι ενώ σε όλες τις αντίστοιχες μέχρι πρότινος περιστάσεις θα μεταφέραμε πράγματι τις συνήθεις νόσους, εδώ και μόνο εδώ, η φύση της απειλής θα έπρεπε να είχε διαγνωσθεί εξαρχής ως κατά βάση πνευματική, ώστε ακράδαντα να πιστεύουμε ότι η ομολογία της πίστεώς μας ως συμπαγές Εκκλησίασμα θα μας είχε διαφυλάξει αβλαβείς για να δοξασθεί το όνομα του Θεού μας. Άλλως δεν έχει νόημα ούτε η βιολογική μας ύπαρξη.
«Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκ ιη-8).
Μετά τα παραπάνω η Ιεραρχία ως θεσμικό όργανο (αυτο)παγιδεύτηκε στην τραγική θέση να αποδεχθεί νομοθετικά και εν τοις πράγμασι, ότι δεν υπάρχει πλέον τίποτε υπερβατικό στον χώρο της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως της όποιας τυχόν αποκλίνουσας προσωπικής άποψης των μελών της. Μόνο ότι ερμηνεύεται με την λογική, τις αισθήσεις μας και την επιστήμη ισχύει κατά νόμον. Και τα σμήνη ακόμη των Αγγέλων των δορυφορούντων το Άγιο Βήμα εγκατέλειψαν τους ναούς μας, φοβούμενοι μην μολυνθούν και αυτοί, διότι ο ιός αυτός που κυκλοφορεί πλέον παντού μολύνει πρωτίστως τον νού και την ψυχή και όχι το σώμα. Ειδικά «Τω αγγέλω της εν Ελλαδι εκκλησίας γράψον», για να παραφράσουμε λιγάκι την Αποκάλυψη, «μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον και τα πρώτα έργα ποίησον. ει δε μη, έρχομαι σοι ταχύ και κινήσω την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής, εάν μη μετανοήσης». Αλλά έχουμε ελπίδα στον Θεό ότι θα συμπληρώσει με το «μηδέν φοβού α μέλλεις παθείν. ιδού δη μέλλει βαλείν ο διάβολος εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, και έξετε θλίψιν ημέρας δέκα. γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής».
«Είναι πιθανό να κάνουμε Πάσχα μακριά από τις εκκλησίες» δήλωσε χθές ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος. Θεωρείστε το καλύτερα βέβαιο. Όπως βέβαιη θα είναι και η εκτόξευση του αριθμού των θυμάτων του λαού μας αν δεν μεταστραφούμε και δεν προσφύγουμε ως Έθνος μαζικά και εν μετανοία οδυρόμενοι, ως το «το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού», στους μαστούς της μητέρας Εκκλησίας. Στην κατηφόρα που φτάσαμε να ευχηθούμε η Θεοτόκος να μας καταδεχθεί να εορτάσουμε την ενιαύσιο χάρη της έστω και στο προαύλιο των Ναών μας. Διότι πλέον ας μην ελπίζει κανείς ότι η αυγουστιάτικη ζέστη θα νικήσει από μόνη της αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ιού. Ο νοών νοείτω.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΑΚΗΣ
ΙΑΤΡΟΣ